Το άδειο πορτοφόλι στρέφει τους πολίτες στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας

2013-03-07 03:14

Η κρίση έχει οδηγήσει τους Έλληνες στην υιοθέτηση ενός νέου καταναλωτικού μοντέλου. Η πιο συνηθισμένη επιλογή πλέον είναι η αγορά προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας

Με τα εισοδήματα να μειώνονται διαρκώς και το κόστος ζωής να ανεβαίνει, οι καταναλωτές έχουν στραφεί στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.

Με τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης να φθάνει την τριετία 2009-2011 στο 6,5%, ενώ άλλες κατηγορίες προϊόντων έβλεπαν τις πωλήσεις τους να κινούνται πτωτικά, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας διαμορφώνουν εκ νέου την καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων.

Η αλλαγή αυτή μάλιστα οδήγησε τις αλυσίδες σουπερμάρκετ να επεκταθούν με νέες κατηγορίες προϊόντων στην γκάμα των ιδιωτικής ετικέτας που φιλοξενούν στα ράφια τους, αλλά και να εμπλουτίσουν τα ήδη υπάρχοντα.

Έτσι, αν πριν από μία δεκαετία οι εκπρόσωποι των σουπερμάρκετ θεωρούσαν ότι τα ιδιωτικής ετικέτας είναι συμπληρωματικά στα άλλα προϊόντα που πωλούσαν, σήμερα έχουν γίνει προϊόντα αιχμής και μάλιστα το παιχνίδι των τιμών και των προσφορών γίνεται σε μεγάλο βαθμό με αυτά.

Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας Στόχασις που δημοσιεύουν "Τα Νέα", οι καταναλωτές στη χώρα μας πληρώνουν περισσότερα από 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ για προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.

"Η συνεχιζόμενη οικονομική επιδείνωση εκτιμάται ότι έχει επιφέρει επιπλέον περιορισμό στις καταναλωτικές δαπάνες, που αφορά ακόμα και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.

Ωστόσο το ποσοστό διείσδυσης των προϊόντων αυτών στο σύνολο των πωλήσεων των αλυσίδων σούπερ μάρκετ εκτιμάται ότι ξεπέρασε το 2012 το 17%", σημειώνει ο πρόεδρος της Στόχασις Βασίλης Ρεγκούζας.

Αν λάβει κανείς υπόψη του τα μερίδια σε άλλες χώρες της Ευρώπης, τότε γίνεται σαφές το σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.

Ενδεικτικό είναι ότι στην Ελβετία το ποσοστό των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι 53%, στη Μεγάλη Βρετανία 47%, στη Σλοβακία 44%, στην Ισπανία 42%, στη Γερμανία 41% και στο Βέλγιο και στην Αυστρία 38%. Χαμηλότερα είναι τα ποσοστά στην Ολλανδία 26%, στην Πολωνία 21%, στην Ιταλία 17% και στην Ελλάδα 17%.